τετράστηλος

τετράστηλος
-η, -ο, Ν
1. αυτός που έχει ή καταλαμβάνει τέσσερεις στήλες σε σελίδα εντύπου (α. «τετράστηλος τίτλος» β. «τετράστηλο κείμενο»)
2. το ουδ. ως ουσ. το τετράστηλο
άρθρο εντύπου σε τέσσερεις στήλες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)-* + -στηλος (< στήλη), πρβλ. δί-στηλος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τετράστηλος — η, ο αυτός που έχει τέσσερις στήλες: Τετράστηλο άρθρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στήλη — Αναμνηστικό μνημείο, με νεκρικό συνήθως χαρακτήρα, μερικές όμως φορές και αναθηματικό, που αποτελείται από μια πέτρινη ή μαρμάρινη πλάκα τοποθετημένη πάνω σε βάση ή και στο έδαφος. Αρχαιότερα γνωστά μνημεία του είδους είναι εκείνα της… …   Dictionary of Greek

  • τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”