- τετράστηλος
- -η, -ο, Ν1. αυτός που έχει ή καταλαμβάνει τέσσερεις στήλες σε σελίδα εντύπου (α. «τετράστηλος τίτλος» β. «τετράστηλο κείμενο»)2. το ουδ. ως ουσ. το τετράστηλοάρθρο εντύπου σε τέσσερεις στήλες.[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)-* + -στηλος (< στήλη), πρβλ. δί-στηλος].
Dictionary of Greek. 2013.